ἀειγένητος

ἀειγένητος
ἀει-γένητος, ον,
A eternally generated,

ψυχή Dam.Pr.410

.
II = ἀειγενής, θεοί Procl.in Ti.3.311D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αειγένητος — ἀειγένητος, ον (AM) 1. αυτός που ανανεώνεται διαρκώς, αδιάκοπα 2. αιώνιος, αθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενητός < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀειγένητος — eternally generated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειγένητοι — ἀειγένητος eternally generated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”